- κλιτοκύβη
- (Clitocybe). Γένος μανιταριών, μικρής αξίας, που ανήκει στην υποδιαίρεση των βασιδιομυκήτων. Μερικά είδη με υπόλευκο χρώμα είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό με τον αμανίτη τον μυϊοκτόνο. Όμως, οι περισσότερες κ. είναι εδώδιμες και αποτελούν εκλεκτή τροφή. Τα γνωστότερα είδη είναι η κ. η χοανοειδής, η κ. η πορτοκαλόχρους, που αποτελεί επίσης καλή τροφή, και η κ. η νεφοειδής, η οποία βρίσκεται κυρίως στα δάση. Από το είδος κ. η αγνή παράγεται μια αντιβιοτική ουσία, η κλιτοκυβίνη.
Είδος κλιτοκύβης (Clitocybe conclobata), της υποδιαίρεσης των βασιδιομυκήτων.
Το είδος Clitocybe infundibuliformis.
* * *ηβοτ. γένος μυκήτων τής οικογένειας αγαρικώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clitocybe < clito- (πρβλ. κλιτός) + -cybe (πρβλ. μσν. ελλ. κύβη «κεφαλή», πιθ. συγγενές τού αρχ. ελλ. κυφός «κεκαμμένος» < κύπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.